- ἐποποιϊκός
- ἐπο-ποιϊκός, ή, όν, zum epischen Gedichte gehörig, es betreffend, μίμησις, das Epos
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εποποιικός — ἐποποιικός, ή, όν (Α) [εποποιία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποποιία … Dictionary of Greek
ἐποποιικόν — ἐποποιικός of epic poetry masc acc sg ἐποποιικός of epic poetry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποποιική — ἐποποιικός of epic poetry fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)